- οσμορρυθμιστής
- ηβλ. ωσμορρυθμιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωσμορρυθμιστής — και εσφ. τ. οσμορρυθμιστής, ο, Ν (παλ. όρος) συσκευή που ρύθμιζε τον βαθμό τού αεροκένου στις ακτινολογικές φύσιγγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠσμός «ώθηση» + ρυθμιστής] … Dictionary of Greek